- νοῦσοι
- νόσοςsicknessfem nom/voc pl (epic ionic)νοῦσοςsicknessfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιόρθωτος — εὐδιόρθωτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που διορθώνεται ή θεραπεύεται εύκολα («εὐδιόρθωτον... συμφοράν», Διον. Αλ.) 2. αυτός που επισκευάζεται εύκολα αρχ. (για νόσο) εκείνος που εύκολα θεραπεύεται («εὐδιόρθωτοι νοῡσοι», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
εύοπτος — (I) εὔοπτος, ον (ΑΜ) ελκυστικός, ωραίος («ἦν δὲ καλὸς ὁ Τσιμισχῆς, εὔοπτος, εὔχρους, εὔθριξ», Κ. Μανασσ.) αρχ. 1. αυτός που φαίνεται εύκολα, ανοιχτός στην όραση, ορατός, φανερός («οὐκ ἐν εὐόπτω οἰκέουσιν αἱ νοῡσοι», Ιπποκρ.) 2. περιφανής,… … Dictionary of Greek
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek